ἔφραξα

ἔφραξα
φράσσω
fence in
aor ind act 1st sg
φράζω
point out
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φράζω — έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος 1. μτβ., κατασκευάζω φραγμό, περιφράζω, προστατεύω με φράχτη: Φράζω το περιβόλι. 2. αποκλείω πέρασμα, αποφράζω, κλείνω: Οι κορμοί δέντρων έφραξαν το δρόμο. 3. κλείνω στόμιο, βουλώνω, στουμπώνω: Να φράξεις με τάπα το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφράζω — 1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο 2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ φράσσω (αόρ. ἐξ έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • φράξις — και φάρξις, εως, ἡ, Α φραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. φραξ τού ἔφραξα, αόρ. τού φράζω* (II)] …   Dictionary of Greek

  • φράζω — φράζω, έφραξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”